- τοξήρης
- -ῆρες, Α1. οπλισμένος με τόξο («τοξήρης χείρ», Ευρ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.)3. αυτός που προέρχεται από τόξο («τοξήρης ψαλμός» — ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ήρης* (Ι), πρβλ. ποδ-ήρης].
Dictionary of Greek. 2013.